- ὠχρᾶς
- ὠχρᾶ̱ς , ὠχράωturn palepres ind act 2nd sg (doric)ὠχρόςpalefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὠχρᾷς — ὠχράω turn pale pres subj act 2nd sg ὠχράω turn pale pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠχράς — ὠχρά̱ς , ὠχρός pale fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤχρας — ὤχρᾱς , ὤχρα yellow ochre fem acc pl ὤχρᾱς , ὤχρα yellow ochre fem gen sg (attic doric aeolic) ὤχρᾱς , ὠχράω turn pale imperf ind act 2nd sg ὤχρᾱς , ὠχράω turn pale imperf ind act 2nd sg (attic) ὤχρᾱς , ὠχράω turn pale pres ind act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
παδίνα — Φαιοφύκος (παδίνα η ταώνειος) της τάξης των κυκλοσποριδών, που συναντάται σε μεγάλες ποσότητες στα αβαθή ύδατα των παραλίων όλων σχεδόν των θαλασσών, όπου σχηματίζει όμορφες πυκνές αποικίες. Ο θαλός τους, που θυμίζει βεντάλια, χωρίζεται σε πλήθος … Dictionary of Greek
παλλιδεκτομή — η η χειρουργική καταστροφή τής ωχράς κηλίδας για θεραπευτικούς λόγους, όπως π.χ. για την ανακούφιση μερικών εκδηλώσεων τής νόσου τού Πάρκινσον … Dictionary of Greek
χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… … Dictionary of Greek
ωχροειδής — ές / ὠχροειδής, ές, ΝΑ αυτός που έχει το χρώμα τής ώχρας, ωχροκίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠχρός + ειδής*] … Dictionary of Greek